ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΖΟΥΡΤΣΑΝΩΝ ΑΘΗΝΑΣ

Aριθμός Φύλλου 108     ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ - ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ   2010

 

ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ

Μια παράδοση με πολλούς συμβολισμούς

 

Η παράδοση των μεγάλων χριστιανικών γιορτών, που ξεκινάει από τις πηγές της ορθοδοξίας, ξεφεύγει από τα στενά όρια της εκκλησίας και μπαίνει στην καθημερινή ζωή.

Μας δίνει τον τρόπο να χαρούμε μια παράξενη, μια θαυματουργή χαρά. Είναι η χαρά που νιώθει κάθε άνθρωπος, ακόμα και ο πιό απλοϊκός, όταν το άϋλο θρησκευτικό συναίσθημα συνταιριαστεί αρμονικά με τα υλικά ενδιαφέροντα του καθημερινού βίου. Τότε το άϋλο αυτό συναίσθημα γίνεται υλικό και εξυψώνει τις υλικές χαρές μας.

 

«Αυτό το λεπτότατο κράμα έχει επιστρώσει το πνεύμα και την ψυχή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη», γράφει ο Σπύρος Μελάς.

Πώς να μην το θυμηθούμε σήμερα;

«Να! Οι γυναίκες και οι φτωχές νησιώτισσες» των Χριστουγεννιάτικων διηγημάτων του, «ετοιμάζουνε τα ταπεινά τους ξωκλήσια για τη μεγάλη σκόλη. Σφουγγαρίζουνε τα δάπεδα, γυαλίζουνε τα μανουάλια, κόβουν από τους λόγγους μυρτιές και δάφνες για να στολίσουνε τα εικονίσματα και τα απλοδουλεμένα τέμπλα τους......

Να! Συγυρίζουνε τώρα τα σπίτια τους, κοσκινίζουνε το αλεύρι για τα άγια ζυμαρικά του Χριστού.....»

 

Τα Χριστούγεννα του 1887, ο κυρ-Αλέξανδρος, εδημοσίευσε στην εφημερίδα «Εφημερίς» του Κορομηλά, δύο Χριστουγεννιάτικα διηγήματα. «Το Χριστόψωμο» και «Τα Χριστούμεννα». Τα πρώτα Χριστουγεννιάτικα δημοσιεύματά του στην «Εφημερίδα» έτος ΙΔ’, Αθήνησι τη 25 Δεκεμβρίου 1887 – Παρασκευή – Αριθμός Φύλλου 359.

Ο Παπαδιαμάντης, προβάλλει στα διηγήματά του, όταν μιλάει για τη θρησκευτική ζωή των νησιωτών, την ομορφιά της Ελληνικής φύσης και τη γυναίκα. Για τους ήρωες του πονούσε, ακόμα και για τους κακούς. Οι άνθρωποι έλεγε «δεν γεννιούνται κακοί, αλλά γίνονται κακοί, άρα δεν πρέπει να τους μισούμε».

 

Στο «Χριστόψωμο» διαπρεπή θέση κατέχει η κακή πεθερά. Γράφει ο Σκιαθίτης κοσμοκαλόγερος; «......Εις τι έπταιεν η ατυχής νέα Διαλεχτή αν ήτο στείρα και άτεκνος; Είχε νυμφευθή προ επταετίας τον καπετάν Καντάκη, έκτοτε δις μετέβη εις τα λουτρά της Αιδηψού, πεντάκις της έδωσαν διάφορα βότανα, εις μάτην, η γη έμενεν άγονος....... Τα πάντα μάταια........ Επιτέλους μετά την απελπισίαν, ήλθε και η ανάπαυσις της συνειδήσεως και δεν ενόμιζε εαυτήν ένοχον. Το αυτό όμως δεν εφρόνει και η γραία Καντάκαινα, η πενθερά της, και επέρριπτεν εις την νύμφην αυτής το σφάλμα της μη αποκτήσεως εγγόνου δια το γήρας της.

Έκτοτε, οσάκις ο υιός της επέστρεφεν εις την νήσον εκ του ταξιδίου του, διότι είχε βρατσέραν και ήτο τολμηρότατος εις την ακτοπλοϊαν, η γραία Καντάκαινα ήρχετο προς πρϋπάντησιν αυτού, τον οδήγει εις τον οικίσκον της, τον εδιάβαζε, τον εκατήχει, του έβαζε μαναφούκια. Και δεν έλεγε μόνο τα ελαττώματά της, αλλά τα αυγάτιζε· δεν ήτο μόνο «μαρμάρα», αλλά ήτο άσπορη, απασσάλωτη, ξετσίπωτη κ.τ.λ. Όλα τα είχε η «ποίσα, η δείξα, η άκληρη»..........

 

Ούτως είχον τα πράγματα μέχρι της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους 1867. Ο καπετάν Καντάκης προ πέντε ημερών είχε πλεύσει με την βρατσέραν του εις την απέναντι νήσον με φορτίον αμνών και ερίφων και ήλπιζε ότι θα εόρταζε τα Χριστούγεννα εις την οικίαν του. Αλλά τον λογαριασμόν τον έκαμεν άνευ του ξενοδόχου, δηλαδή άνευ του Βορρά, όστις εφύσησεν αιφνιδίως άγριος και έκλεισεν όλα τα πλοία στους όρμους, όπου ευρέθησαν. Είπαμεν όμως ότι ο καπετάν Καντάκης ήτο τολμηρός περί την ακτοπλοϊαν. Τινές ναυτικοί στην αγορά εστοιχημάτιζον ότι ο καπετάν Καντάκης θα έφθανε περί το μεσονύκτιον.

 

Η σύζυγός του όμως δεν ήτο εκεί να τους ακούση και δεν τον επερίμενεν. Αυτή εδέχθη μόνον περί την εσπέραν την επίσκεψιν της πενθεράς της, ασυνήθως φιλόφρονος και μειδιώσης, ήτις της ευχήθη το απαραίτητον «καλό δέξιμο» και δια χιλιοστήν φοράν το στερεότυπον «μ’ έναν καλό γυιό». Και ου μόνο τούτο, αλλά της προσέφερε και εν Χριστόψωμο».

– Το ζύμωσα μοναχή μου, είπε η θειά Καντάκαινα, με γειά να το φας,

– Θα το φυλάξω ως τα φώτα δια ν’ αγιασθεί, παρετήρησεν η νύμφη.

– Όχι, όχι, είπε μετ’ αλλοκότου σπουδής η γραία, το δικό της φυλάει η κάθε μια νοικοκυρά δια τα φώτα, το πεσκέσι τρώγεται.

– Καλά, απήντησεν ήρεμα η Διαλεχτή, του λόγου σου ξέρεις καλύτερα.

 

«Πως τό ’παθε η πεθερά μου και μου έφερε Χριστόψωμο» είπε μόνο και αφού απήλθεν η γραία, εκλείσθη εις την οικίαν της και εκοιμήθη, διότι σκοπόν είχε να υπάγη εις την εκκλησίαν. Περί το μεσονύχτιον εσήμαναν παρατεταμένως οι κώδωνες του Αγίου Νικολάου. Η Διαλεχτή ηγέρθη, ενεδύθη και απήλθεν εις την εκκλησίαν. Μόλις παρήλθεν ημίσεια ώρα γυνή, ήτις υπηρετεί ως νεωκόρος της εκκλησίας, ελθούσα της λέγει εις το ους.

– Δώσε μου το κλειδί, ήλθε ο άντρας σου.

– Ο άντρας μου! ανεφώνησεν η Διαλεχτή έκπληκτος.

Και αντί να δώση το κλειδί, έσπευσε να καταβή η ίδια. Ελθούσα εις την κλίμακα της οικίας, βλέπει τον σύζυγόν της κατάβρεκτον, αποστάζοντα ύδωρ και αφρόν.

– Είμαι μισοπνιγμένος, είπε μορμυρίζων ούτος, αλλά δεν είναι τίποτε.

– Πέσατε έξω; Ανέκραξεν η Διαλεχτή.

– Όχι, όχι, δεν είναι σου λέω τίποτε. Η βρατσέρα είναι σίγουρη, αραγμένη και καθισμένη.

– Θέλεις ν’ ανάψω φωτιά;

– Άναψε και δόσε μου ν’ αλλάξω.

Η Διαλεχτή εξήγαγεν εκ του κιβωτίου ενδύματα δια τον σύζυγόν της και ήναψε πυρ.

– Θέλεις κανένα ζεστό;

– Δεν μ’ωφελεί εμένα το ζεστό, είπε ο Καντάκης. Κρασί να βγάλης.

Η Διαλεχτή εξήγαγεν εκ του βαρελίου οίνον.

– Πώς δεν εφρόντισες να μαγειρεύσης τίποτε; Είπε γογγύζων ο ναυτικός.

– Δεν σε περίμενα απόψε, απήντησε μετά ταπεινότητος η Διαλεχτή, κρέας επήρα. Θέλεις να σου ψήσω πριζόλα;

– Βάλε στα κάρβουνα και πήγαινε συ στην εκκλησιά σου είπε ο καπετάν Καντάκης. Θα έλθω και εγώ σε λίγο.

Η Διαλεχτή έθεσε το κρέας επί της ανθρακιάς και ετοιμάζετο να υπακούση εις την διαταγήν του συζύγου της, ήτις ήτο και δική της επιθυμία, διότι ήθελε να κοινωνήση.

– Η μάνα μου δε θα το ’μαθε ότι ήλθα, παρατήρησε ο Καντάκης.

– Εκείνη είναι στην ενορία της, απήντησεν η Διαλεχτή. Θέλεις να της παραγγείλω;

– Παράγγειλέ της να έλθη το πρωϊ.

Η Διαλεχτή εξήλθεν. Ο Καντάκης την ανεκάλεσε αίφνης.

– Μα τώρα είναι τρόπος να πας εσύ στην εκκλησιά και να με αφήσης μόνον;

– Να μεταλάβω κι έρχομαι, απήντησεν η γυνή.

Η Διαλεχτή εφρόνισε να στείλει αγγελιοφόρον προς την πενθεράν της, ένα δωδεκαετή παίδα γειτονικής οικογενείας και επέστρεψεν εις τον ναόν.

 

Ο Καντάκης όστις επείνα τρομερά, ήρχισε να καταβροχθίζη την πριζόλαν. Καθήμενος οκλαδόν παρά την εστίαν, εβαρύνετο να σηκωθή και να ανοίξη το ερμάρι δια να λάβη άρτον, αλλά αριστερόθεν αυτού υπεράνω της εστίας επί μικρού σανιδώματος ευρίσκετο το Χριστόψωμον εκείνο, το δώρον της μητρός του προς την νύμφην αυτής.

Το έφθασε και το έφαγεν ολόκληρον σχεδόν μετά του οπτού κρέατος.

Περί την αυγήν η Διαλεχτή επέστρεψεν εκ του ναού, αλλ’ εύρε την πενθεράν της περιβάλλουσαν δια της ωλένης το μέτωπον του υιού αυτής και γοερώς θρηνούσαν.

Ελθούσα αύτη προ ολίγων στιγμών τον εύρε κοκκαλωμένον και άπνουν. Επάρασα (αφού σήκωσε) τους οφθαλμούς, παρετήρησε την απουσίαν του Χριστόψωμου από του σανιδώματος της εστίας και αμέσως ενόησε τα πάντα. Ο Καντάκης έφαγε το φαρμακωμένο Χριστόψωμον, το οποίον η γραία στρίγγλα είχε παρασκευάσει δια την νύμφην της.

Ιατροί επιστήμονες δεν υπήρχαν εν τη μικρά νήσω, ουδεμία νεκροψία ενεργήθη. Ενομίσθη ότι ο θάνατος προήλθε εκ παγώματος, συνεπεία του ναυαγίου. Μόνη η γραία Καντάκαινα ήξευρε το αίτιον του θανάτου......

Εάν έζησε και άλλα κατόπιν Χριστούγεννα, η άστοργος πενθερά και ακούσια παιδοκτόνος, δεν θα ήτο βεβαίως πολύ ευτυχής εις το γήρας της».

 

Με το διήγημά του αυτό τα Χριστούγεννα του 1887, ο «Άγιος των Γραμμάτων μας», ο μεγάλος διηγηματογράφος και ηθογράφος, ο μοναδικός, διαχρονικός Παπαδιαμάντης, που μαζί με τον άλλο Σκιαθίτη σπουδαίο διηγηματογράφο και εξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραϊτίδη έψελναν σε όλη τη διάρκεια του χρόνου και ιδιαίτερα τις χρονιάρες ημέρες του Χριστουγεννιάτικου δεκαπενθημέρου στο ναϊσκο του Αγίου Ελισσαίου στου Ψυρρή ο κυρ-Αλέξανδρος δεξιός και ο εξάδελφός του αριστερός ψάλτης «τα τραγούδια του Θεού», συγκίνησε το Πανελλήνιο.

 

Σε όλες τις μεγάλες γιορτές, το ψωμί κατέχει την πιο σημαντική θέση ανάμεσα στα εορταστικά φαγητά και φυσικά από το Χριστουγεννιάτικο τραπέζι είναι αδιανόητο να λείπει το Χριστόψωμο. Το Χριστόψωμο παρασκευάζεται όπως το κοινό ψωμί από καλύτερης ποιότητας αλεύρι και κοσκινισμένο στη λεπτή κρησάρα (σήτα). Το σχήμα του είναι συνήθως στρογγυλό. Στην επιφάνειά του έχει ένα σταυρό με ζυμάρι. Στο κέντρο του βρίσκεται απαραιτήτως ένα καρύδι με το τσόφλι του, σύμβολο γεροσύνης και μακροβιότητας. Εκτός από το κεντρικό σταυρό, μπορεί να έχει και γράμματα όπως Χ (Χριστός) Γ (Γεννιέται) ή και άλλους σταυρούς, αμύγδαλα, σουσάμι, σταφίδες, δεδομένου ότι οι καρποί συμβολίζουν την ευκαρπία και τη γονιμότητα.

 

Στην Καστοριά οι νοικοκυρές αποτυπώνουν στη ζύμη τα πέντε δάκτυλά τους, λέγοντας στα μικρά παιδιά πως είναι τα αχνάρια που άφησε ο Χριστός, καθώς κατέβηκε στο φούρνο για να το ευλογήσει.

Το γεγονός ότι το Χριστόψωμο κλείνει μέσα του τη δύναμη του καλού, είναι ευδιάκριτο στους μελετητές από δύο στοιχεία: από το σχήμα του και από τον τρόπο που κόβεται.

Στην Βόρεια Ελλάδα αυτό που προβάλλεται είναι το σχήμα του κύκλου. Ο κύκλος είναι γνωστός ως το συμβολικό σχήμα που περικλείει στο εσωτερικό του το καλό και αφήνει έξω από την περιφέρεια τα κακά στοιχεία.

Ακόμα ο κύκλος κρατάει μέσα στον προστατευτικό κλοιό του όλα τα αγαθά της αγροτικής κοινωνίας, που έπρεπε να προστατευθούν.

 

Το Χριστόψωμο σε πολλές περιοχές της πατρίδας μας, δεν κόβεται ποτέ με το μαχαίρι, γιατί θα τραυματισθεί, θα βιαστεί η δύναμη του καλού που περικλείει μέσα του, από το σίδερο, το μαχαίρι, σύμβολο της δύναμης του κακού. Άλλωστε, στο Χριστουγεννιάτικο τραπέζι, κατά την ώρα της κοπής του Χριστόψωμου, δεν πρέπει να υπάρχει άλλο μεταλλικό σύνεργο. Ο αρχηγός της οικογένειας, ο πατέρας με βάση την πατριαρχική ιεραρχία θα το κόψει με τα χέρια του. Η σύνδεση του Χριστόψωμου με τη φωτιά, παρατηρείται από τη συνήθεια που υπάρχει σε μερικές περιοχές της πατρίδας μας, να κρύβουν μέσα σ’ αυτό το νόμισμα, τον παρά, όπως συνηθίζεται και στην βασιλόπιτα.

Όποιος έβρισκε τον παρά, μένει ξάγρυπνος για να φυλάει το τζάκι. Η φωτιά δεν πρέπει να σβήσει, γιατί ο νεογέννητος Χριστός επισκέπτεται όλα τα σπίτια και πρέπει να βρεί αναμμένη τη φωτιά για να ζεσταθεί και να μοιραστεί με τους ανθρώπους το ψωμί και το φαϊ του Χριστουγεννιάτικου τραπεζιού.

 

Οι παλιοί συγχωριανοί μας σίγουρα θα θυμούνται ότι στον τόπο μας τους «αλλοτινούς καλούς καιρούς», τότε που οι νοικοκυρές, πέρα από τις εξωδουλειές και τις άλλες δουλειές του σπιτιού ζύμωναν, οι μανάδες μας – άγιο το χώμα που τις σκέπασε – που την εποχή του ελιομαζώματος έφευγαν για τα ελαιοπερίβολα από τ’ άγρια χαράματα, την παραμονή των Χριστουγέννων εγύριζαν κατά το απομεσήμερο στο σπίτι να ζυμώσουν το Χριστόψωμο. Το ζύμωναν στην ξύλινη σκάφη με αλεύρι κοσκινισμένο με την ψιλή κρησάρα, το σταύρωναν, του έκαναν κεντίδια, έβαζαν ένα καρύδι ολάκερο στη μέση και όταν «γινόταν», το φούρνιζαν στο φούρνο με ξύλα. Μετά το ξεφούρνισμα και αφού εκρύωνε, το δίπλωναν με την μεσάλα και το τοποθετούσαν σε ξεχωριστή θέση. Το βράδυ όποιος έμπαινε στο σπίτι, ένοιωθε από μακριά τη μοσχοβολιά του. – Στο σανιδένιο τραπέζι (ούτε λόγος τότε για επιπλένια τραπέζια) την ημέρα των Χριστουγέννων, το Χριστόψωμο είχε την κεντρική θέση. Αντίθετα με τις συνήθειες άλλων περιοχών της χώρας μας, στον τόπο μας το Χριστόψωμο έκοβε ο νοικοκύρης του σπιτιού με μαχαίρι, αφού πρώτα το σταύρωνε τρεις φορές, λέγοντας «Χρόνια Πολλά».

 

Έτσι συμπερασματικά βλέπουμε ότι τα φαγητά των Χριστουγέννων με εξέχουσα τη θέση του Χριστόψωμου, είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στους πιστούς, στο νόημα και την ιστορία της μεγάλης γιορτής των Χριστουγέννων. . .

Για τις άγιες και όμορφες ημέρες του γιορταστικού δεκαπενθήμερου της Χριστιανοσύνης, εύχομαι ολόψυχα σε όλους και όλες ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΑΙ ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ

 

Αμαλία Φλέσσα - Λιάκου

Επίτιμη Σχολική Σύμβουλος Δ.Ε. Α’ Αθήνας

 

 

 

 

 

 

Copyright © ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΝΕΩΝ ΦΙΓΑΛΕΙΕΩΝ (ΖΟΥΡΤΣΑΝΩΝ) ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΙ ΠΕΙΡΑΙΑ «Ο ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ»