ΤΑΣΟΣ ΓΑΛΑΤΗΣ

(ψευδώνυμο του ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΑΡ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ)

 

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

 

     Ο Τάσος Γαλάτης (ψευδώνυμο του Αναστασίου Αρ. Παπαδόπουλου) γεννήθηκε το 1937 στο Αργοστόλι  της Κεφαλονιάς,  αλλά κατάγεται από την Νέα Φιγαλία της Ολυμπίας και γονιούς βέρους Ζουρτσάνους πάππου προς πάππου. Οι πολυάριθμοι Παπαδοπουλαίοι της πατρογονικής του φάρας είναι κυρίως γνωστοί ως Κουζούμηδες ή Κουζουμαίοι· η μητέρα του ήταν Πιπιλοπούλα. Από το 1945 κατοικεί στην Αθήνα, αρχικά στην Καλογρέζα και αργότερα στη Νέα Ιωνία, όπου συνδέθηκε με τον ποιητή Χρήστο Ρουμελιωτάκη, τον ζωγράφο Νίκο Γαζέπη και τον σκηνοθέτη Γιώργο Μιχαηλίδη.  Στήριγμα στις πνευματικές του ανησυχίες τα δύσκολα  χρόνια υπήρξαν ο Ιωνικός Σύνδεσμος με την βιβλιοθήκη του ΄Αγγελου Σημηριώτη, ο Δημήτρης Δούκαρης και ειδικότερα ο Τάκης Σινόπουλος. Σπούδασε Φιλολογία στην Αθήνα και δίδαξε στη Μέση Εκπαίδευση, στη Βυτίνα της Γορτυνίας, στις ελληνικές κοινότητες της Αιγύπτου κ.α.

     Εμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τα ποιήματα «Δάσος», «Τέμπη» και «Περιπέτεια», στο περιοδικό Πανσπουδαστική, τεύχ. 37-38, Απρ. 1962, σ. 19. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά από τον G. Thaniel και δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό The Amaranth, στο Τορόντο του Καναδά.

 

ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ / ΠΟΙΗΣΗ

 

Μυθολογία του δάσους, «Κοινόβιο», Αθήνα 1962

Τα παροράματα, «Ιωλκός», Αθήνα 1968

Τα χαράγματα, «Πλέθρον», Αθήνα 1986

 

 

ΑΝΘΟΛΟΓΙΕΣ

 

1.      Περ. ΝΕΕΣ ΤΟΜΕΣ, αφιέρωμα στη Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά.

2.      ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ, Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΓΕΝΙΑ 1950-1970, εκδ. «ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1944

3.      ΘΑΝΑΣΗΣ ΝΙΑΡΧΟΣ, Τα ωραιότερα ποιήματα για τον πατέρα, εκδ. ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ

4.      Η ΠΟΛΛΑΠΛΗ ΣΚΙΑ ΤΟΥ ΟΜΗΡΟΥ. ΣΎΓΧΡΟΝΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ ΑΝΤΙΚΡΥ ΣΤΟΝ ΚΌΣΜΟ (1945-2000). Επιμέλεια: Β. Κάσσος. ΠΟΕΒ, Αθήνα 2001 (cd-rom)

5.      Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ, Ανθολογία-Γραμματολογία, τόμος ΣΤ΄. ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ: Η Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά «ΣΟΚΟΛΗΣ», ΑΘΗΝΑ 2002

6.      ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΑΛΤΙΝΟΣ: Μια Πόλη στη Λογοτεχνία, ΤΡΙΠΟΛΗ, ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ 2003

7.      Η ΑΡΧΑΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ. ΝΕΟΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΙΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ. Εισαγωγή - Ανθολόγηση: Ηλίας Γκρής, Μεταίχμιο 2004 [δίγλωσση έκδοση: Ελληνικά και Αγγλικά] 

 

ΕΠΙΛΟΓΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

 

·        Π. ΧΑΡΗΣ, εφ. «Ελευθερία», 27.5.1962.

·        ΔΗΜ. ΚΩΣΤΕΛΕΝΟΣ, εφ. «Ακρόπολις», 1.6.1962.

·        ΑΓΓ. ΦΟΥΡΙΩΤΗΣ, εφ. «Απογευματινή», 6.6.1962, 30.11.1968.

·        ΣΤ. ΓΕΡΑΝΗΣ, περ. Θερμοπύλες, τεύχ. 4, Μάιος-Αύγ. 1962.

·        Β.Η. ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ: Ν. Ιωνία, 60 χρόνια.  Παρουσίες στα Γράμματα. Αθήνα 1979, σσ. 203-206.

·        ΗΛ. ΚΕΦΑΛΑΣ: «Τάσου Γαλάτη, Τα χαράγματα»˙ περ. Νέες Τομές, τεύχ. 7, Οκτ.-Δεκ. 1986, σσ. 114-115.

·        Ε.Ν. ΜΟΣΧΟΣ: «Τ.Γ., Τα χαράγματα»˙ περ. Νέα Εστία, τεύχ. 1426, 1.12.1986, σ. 1590.

·        ΒΑΓΓ. ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, περ. Το Τέταρτο, τεύχ. 20, Δεκ. 1986.

·        ΣΤ. ΧΡΥΣΟΥΛΑΚΗ, περ. Σχεδία, τεύχ. 1, Δεκ. 1986.

·        ΧΡ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ: «Τ. Γ., Τα χαράγματα»˙ περ. Διαβάζω, τεύχ. 161, 11.2.1987, σ. 47,49.

·        Γ. ΠΑΤΙΛΗΣ: «Τ. Γ., Τα χαράγματα»˙ περ. Πλανόδιον, τεύχ. 3, Καλοκαίρι 1987, σσ. 133-136.

·        ΕΡΙΦΥΛΗ ΣΑΜΟΥΗΛΙΔΟΥ-ΒΛΑΧΟΥ, περ. Νεοελληνική Παιδεία, τεύχ. 12, Χειμώνας 1988.

·        ΖΩΗ ΚΑΤΣΙΑΜΠΟΥΡΑ: «Τί μπορεί να σημαίνει ΄ποιητής΄.  Η εξέλιξη των θεμάτων στην ποίηση του Τάσου Γαλάτη»˙ περ. Φιλολογική, τεύχ. 75, Απρ.-Ιούν. 2001, σσ. 50-58.

·        ΠΕΡ. ΛΥΧΝΑΡΙ, τεύχ. 6, Μάρτιος 2002 (αφιέρωμα).

 

ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ    

 

     Εκείνο που κομίζει ο Γαλάτης στην παρακαταθήκη της γενιάς του είναι η παρασημαντική του τρόμου της Ιστορίας και το ξετύλιγμα του αρχέγονου φόβου.  Η τέχνη νοείται ως φίλτρο μετατροπής του τρόμου σε ξόρκι, που καλύπτει τον φόβο του κενού (horror vacui).  Η λέξη «τρόμος» με τα μετωνυμικά της παρελκόμενα είναι η σταθερότερα ανακυκλούμενη στο ποιητικό του πεδίο.  Κατανοήσιμο, αφού η γενιά του, λόγω ηλικιακής συγκυρίας, υπέστη τις επιπτώσεις κοσμογονικών γεγονότων, χωρίς δυνατότητες αντίδρασης.  Η ζωή της κύλησε μέσα στον φόβο.  Ο Γαλάτης χάραξε αδρά στο χαρτί την τεθλασμένη του τρομογραφήματος, τη βαθιά χαρακιά που σφράγισε ανεξίτηλα τον ψυχισμό της γενιάς του η τιμωρός Ιστορία.

     Σταθερή συνιστώσα της ποίησής του και ο έντονος φυσιοτροπισμός, η ποιητική του δάσους (με τους Πορφύρη και Μέσκο, οι πιο δασόψυχοι της γενιάς τους).  Εκεί στοιχειώνει ο άλλος τρόμος.  Αν και άνθρωπος του άστεως, πραγματοποιεί τα εισόδιά του στην ποίηση με το ποίημα «Δάσος» και τη συλλογή Μυθολογία του δάσους. Το σύμβολο του δάσους επανέρχεται σε όλες τις συλλογές του.  Καταφύγιο θηραμάτων, κυνηγημένων, χώρος αυτεπίγνωσης των ορίων, τα διάκενα και ο λαβύρινθος της συνείδησης με τις ρίζες των ενοχών.  Το Γαλατό-δασος έχει δικό του αξιακό σύστημα, βιοποικιλότητα και συμβολιστικό πολύποδα.  Ανοιχτό σύμπαν και ταυτόχρονα κλειστός κόσμος.  Ο Γαλάτης στη συλλογή του Τα Παροράματα αποικεί και σωματικά τους Αρκαδικούς όγκους των βουνών (υπηρετεί επί επταετία στη Βυτίνα), εκτίοντας την υπαλληλική του αιχμαλωσία.  Εκεί προσμετρά τα όριά του.  Το δάσος και ως οικολογικό πρόταγμα, αλλά και ως πηγάδι μύησης στο άφωτο και άφατο («Το δάσος ήτανε το παραπλήρωμα των συλλογισμών του, / η αδυναμία του λόγου μου θέλω να πω»).  Εδώ πετρώνει ο υπαρξιακός τρόμος, ο Παν-ικός, εδώ υψώνει τους μακαρισμούς και τις υπαίθριες τελετές του.  Αλλά και στη συλλογή του Τα χαράγματα ενδημεί ο ιδιότυπος μεταρκαδισμός του, ενσκήπτουν πάλι «Χιόνια» με τη συμβολική του αποκλεισμού και των αδιεξόδων, την προβολή του χειμαζόμενου ψυχισμού που τροπίζει προς τον μελανιασμένο Μαίναλο και άλλοτε προς τις μηνύουσες αμυγδαλιές της Γορτυνίας.

     Ο Γαλάτης διακονεί το σύντομο ποίημα αλλά και τη σύνθεση με συστάδες ποιημάτων.  Ο λόγος του λιτός, στέρεος, ζυγιασμένος στον τόνο της ζεστής λαϊκής ομιλίας.  Μιλάει απλά, εκκινώντας από τη σεφερική κοινή αλλά και με αποσβεσμένα δάνεια από τη γονική παροχή των αρχαίων λυρικών. Έρχεται από τον μοντερνισμό, αλλά οι καταβολές του φτάνουν ως τον παρνασσισμό και τον συμβολισμό. Συνυπολογιστέα και η γόνιμη θητεία του στους κλασικούς και τη βουκολική ποίηση. Τα Χαράγματα του μας φέρνουν κοντά στη δωρικότητα των αρχαίων επιτυμβίων ή στα επιγράμματα της Παλατινής και στον Καβάφη. Ο λόγος του αποπνέει αρχαϊκή χοϊκότητα, ακουμπάει σε προσωκρατικά ριζώματα, εγκαθιδρύοντας τη δική του μυθική πραγματικότητα. Με τον πηλό των λέξεων κεραμούργησε ένα στέρεο μυθικό σύμπαν.

     Ποίηση με αυτοβιογραφικό υπόστρωμα, με διάσπαρτες μαρτυρίες που υπομνηματίζουν το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο, με αεί παρούσες τις συνέπειες της παλαιάς ιστορίας, με το δραστικό ρόλο της μνήμης, τις παλινδρομήσεις στον βιότοπο της εδεμικής ηλικίας με «τις πατούσες μαύρες από το λιγνίτη», με το «παλίστροφο σεργιάνι» στις αλάνες του πετροπόλεμου.  Αυθεντικές εικόνες της δεκαετίας του ’50, που διασώζουν το χρώμα και το άρωμα μιας φθίνουσας ιθαγένειας.  Διάσπαρτη επίσης από βιβλικά σήματα, ακόμη και σε τίτλους.  Ποίηση στοχαστική, που βρίθει αλληγορικών και συμβολικών συνειρμών, με κοινωνική οπτική, συναξάρισε περιπέτειες εντόμων, θηραμάτων, ανθρώπων, συλλαβίζοντας τον κοινό τρόμο. Ποίηση που υποβάλλει τη μη διαιρετότητα του σύμπαντος. Ο Γαλάτης λάξευσε με υπομονή επί 18 χρόνια τα Χαράγματά του, για να παραδώσει σμιλεμένη μια ποίηση εγχάρακτη, θεραπευτική, που πνίγει «στον άσπιλο της αρετής της ασβέστη» τη δυσοσμία των καιρών.

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΥΒΑΡΑΣ

 

ΕΠΙΛΟΓΗ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ

 

ΑΥΓΗ

 

Σβύσαν οι φωτιές της νύχτας

κι οι φωνές που με πολιορκήσανε,

γίνονται τιτιβίσματα πουλιών

στις τζιτζιφιές και τη μεγάλη λεύκα.

 

Πλησιάζω στο παράθυρο˙

κανείς δεν περιμένει έξω˙

κοιτάζω πιο καλά,

κανείς δε φαίνεται στο δρόμο.

Στέκομαι κι αφουγκράζομαι˙

κάτι ακούω τώρα καθαρά:

είναι του μεροκαματιάρη τα βήματα.

 

Πόσο ξοδεύτηκα σε περιττές αγωνίες, Κύριε...

 

«ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ»

 

 

EGRETTA ALBA

 

Τώρα ο καιρός με τη χρυσαλλίδα παίζει

και τον ερωδιό ερωτεύεται.

Στην πλαγιά με τα κούμαρα

θα σας συναντήσω πάλι,

ω φίλοι,

που σας παραπλάνησαν οι αετοί,

μη μ’ αποπαίρνετε

από κει ψηλά,

ξέρω για να σας πω

τις περιπέτειες ενός εντόμου˙

τάχα, δεν είναι αρκετό,

την είσοδό μου στο δάσος

να προετοιμάσω...

 

«ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ»

 

 

ΨΗΛΟ ΒΟΥΝΟ

 

Ψηλό βουνό για τις αμαρτίες μου

μισό θαμμένο στον ουρανό

και στα πόδια του,

σκορπισμένοι αριθμοί απ’ τα παιδικά μου

τετράδια.

 

Ήτανε δύσκολο τ’ ανηφόρισμα

και σου το ’λεγα,

μα συ στον πυρετό σου μπέρδευες

τ’ άστρα και τα χαλίκια...

 

«ΤΑ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ»

 

 

ΖΩΔΙΟ

 

Ψηλά το κυπαρίσσι,

που έδιωχνε τους νεκρούς μου

λάφυρο της περιστεράς.

 

Κι ο τοξότης,

ωραίος που διάβαινε το περιβόλι

σημαδεύοντας στο χώμα

σκιές που ξέφευγαν από τις φυλλωσιές

και κάποτε σε ταραχή

της σαύρας τη λιγοθυμιά

ή σε μεγάλο φόβο

το κακό της όχεντρας

καύκαλο της χελώνας

κρύβοντας το ριζικό βαθιά μέσα στα χόρτα.

 

΄Ω κι άλλα λόγια!

 

Που θάλεγαν τα χείλια

τανύοντας το στέρνο του ως την κορφή,

κει που σωνόταν η ψυχή

με τα πουλιά γιορτάζοντας.

 

Κι έργα, όχι της ηδονής

αλλά των γυμνών του οστών η εντέλεια

κει που το βέλος σπαράζοντας θα κάρφωνε

χέρια, όχι της πληρωμής,

αλλά στα πυκνά του μαλλιά μέσα πλάθοντας

από τους καιρούς αδαπάνητη φλόγα!

 

«ΤΑ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ»

 

 

APIS MELEFICA

 

Ζαλισμένη απ’ τον καπνό του δωματίου,

πάσχιζε να διαφύγει μ’ απελπισμένο βόμβο

στ’ αντικείμενα που μάντευε κάποιαν έξοδο

προτιμώντας ιδιαίτερα τα διάφανα σκεύη,

ώσπου τανύοντας σε μιαν ύστατη προσπάθεια

τ’ αδύναμα πια φτερά της

γαντζώθηκε σπαράζοντας  στο έρημο υαλοστάσιο.

 

Βέβαια το ’ξερα, η αιχμάλωτη μ’ αγνοούσε

κι ούτε γύρεψε να χρησιμοποιήσει το κεντρί της

καθώς πλησίαζα την άφτρα του τσιγάρου μου,

άπλωνε μόνο τις κεραίες της μ’ απόγνωση,

μάταια καλώντας τις συντρόφισσές της.

 

Έξω το σμήνος είχε κυριεύσει την πλαγιά

κι ένας βόμβος ασυνήθιστος

μαρτυρούσε κάποια καινούργιαν αποικία

στην όχθη με τις φορτωμένες φουντουκιές.

....................................................................

 

΄Αφησα τη νεκρή στο δάπεδο

κι άνοιξα το παράθυρο,

για να παρακολουθήσω το σμήνος.

 

«ΤΑ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ»

 

 

ΤΑ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ

 

Σελίδα πρώτη, στίχος πρώτος

μετρώντας από την αρχή και σ’ όλες τις επόμενες σελίδες

με ιδιαίτερη προσοχή στα συνώνυμα

περιφράσεις και μεταφορές, να διαγραφούν όχι,

μάλλον ν’ αντικατασταθούν οι λέξεις ζωή και θάνατος.

 

Μια πρώτη βέβαια λύση, μπορεί κι η ασφαλέστερη,

τ’ αποσιωπητικά μέσα σ’ αγκύλες ή και παρενθέσεις,

μ’ αν τύχει και σας σφίγγει ο βρόχος το λαιμό

τότε τ’ αλγεβρικά στοιχεία, μια βιαστική εξίσωση

ή κάποια δύναμη απειροστή

με ακόμη ένα ενδεχόμενο, το πιο παρήγορο:

τ’ αστέρι Χ και πλάι ένας αριθμός, έτη φωτός εκατομμύρια

(τ’ άλλο, που το φώτισε το αίμα σου

το βράδυ εκείνο μες τις πασχαλιές,

δε θ’ ανατείλει πια, μου είπες).

 

Μένει ο τίτλος.

΄Ω, να μπορούσα έτσι να σταθώ

σαν το πισσόχαρτο της πινακίδας στα συρματοπλέγματα

κι ο ήλιος του μεσημεριού να πυρπολεί

σ’ όλα τα μάτια των ανίδεων

άσπιλο τον ασβέστη της επιγραφής˙

ΠΡΟΣΟΧΗ ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ

 

«ΤΑ ΠΑΡΟΡΑΜΑΤΑ»

 

 

ΤΟ ΠΕΤΡΙΝΟ ΕΙΚΟΣΙΕΝΑ

 

ΚΑΙ κάποτε μεριάζανε τα σύννεφα

κι έλαμπε ολόκληρο το Μαίναλο

μ’ αχάραγο στις ράχες του το χιόνι

λειψανοθήκη ασημένια

με τα κόκαλα της κλεφτουριάς

τα χρόνια του μεγάλου σηκωμού

ιστορημένη στη Στεμνίτσα.

 

Μεριάζανε τα σύννεφα στην Οστρακίνα

κι από τα ρέπια του Αργυρόκαστρου

και του Ζαντέ τον πύργο στο Βαλτεσινίκο

τις εκκλησιές με τα ψηλά καμπαναριά

που πελεκούσαν με καημούς Λαγκαδιανοί μαστόροι,

 

βουβό κι ασάλευτο μας κοίταζε

πέτρινο το Εικοσιένα.

 

 ΧΙΟΝΙΑ

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»

 

 

Η ΕΞΟΡΙΑ

 

Ο θείος μου ο Γιώργος

όταν γύριζε από την εξορία

μ’ έπαιρνε από το χέρι

και μου μιλούσε για τους ποιητές

που σήμερα κανείς δεν τους θυμάται

και είναι πιο λησμονημένοι απ’ τους εξόριστους

και τους αγίους στης μητέρας μου το εικονοστάσι.

 

΄Ω Ανθία

με τα σφυρίγματα του Σατανά

και τους αλήτες σου

Πορφύρα με τα δάκρυα των πραγμάτων

ώ εξορία παντοτεινή κι αλύτρωτη

μνήμη ανελεήμονη της Ομορφιάς

σαν τα γυαλιά της φυλακής

τ’ αγκαθερά συρματοπλέγματα

στις ξέρες του Αιγαίου.

 
Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»

 

 

ΜΑΚΑΡΙΟΣ ΟΥΤΟΣ

 

Ο μακαρίτης ο Σωκράτης

συνήθιζε να λέει ο πατέρας μου

κι άλλοτε πάλι

ο συχωρεμένος ο Μιλτιάδης

και πάει λέγοντας

ως τους Κολοκοτρωναίους και το Μιαούλη.

 

Τώρα μακαρισμένος πια κι αυτός

μεσ’ στους μακαρισμένους

στο αγιασμένο  εικονοστάσι της φυλής

δώσ’ του φτερούγες Θε μου

να ξαναφτάσει το παιδί

που φορτωμένο το σακούλι του

τραβούσε από τη Χούτσαινα

για την Ανδρίτσαινα

νυχτόμερα σε λόγγους και ρουμάνια περπατώντας

για να μάθει γράμματα,

 

κι έτσι μια σχόλη

στο πατρικό του σπίτι να ξημερωθεί

αντάμα με τους Κολοκοτρωναίους

και το Σωκράτη δάσκαλο...

 

Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»

 

 

ΝΟΝΑ

 

ΑΧ Θε μου

που δε σε είδα ποτέ μου,

 

στέναζε συχνά πυκνά η νόνα μου η Κανέλλα

πότε στον αργαλειό ισιάζοντας το υφάδι

πότε στο λόγγο ζαλωμένη πουρναριές

στ’ αμπέλι, στο περβόλι, στις ελιές και στη νεροτριβή

κι όταν κατάκοπη τα βράδια

συνταύλιζε τα κούτσουρα στο τζάκι.

 

Μα εγώ που ολιγόπιστος

σ’ έψαχνα μάταια στον ουρανό

σε είδα και σε άγγιξα ακέριο Θε μου

στον άγιο μόχθο της˙

πώς ευωδιάζει σαν εκκλησιά το σπίτι

όταν η μάνα μου απλώνει τα κιλίμια της.

 

Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»

 

 

ΘΑΛΑΣΣΙΝΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙ

 

Παις ο αιών...

ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ

 

ΜΑ κι όταν είδα κόκαλά σου γεγυμνωμένα

κι εννόησα επιτέλους το θάνατο

κι εννόησα στο ανοιξιάτικο ψιχάλισμα

την πανουργία του καιρού

δε λοξοδρόμησα στο μονοπάτι με τα κυπαρίσια,

 

πήδηξα πάλι την ξερολιθιά

που χώριζε τους τάφους απ’ το κύμα

κι εκεί στην άκρη του νερού

άρχισα να ξεδιαλέγω τα βότσαλα

και τα σπασμένα κεραμίδια

σαν άλλοτε που παραβγαίναμε

ποιος θα ρίξει περισσότερες ξυστές

στης θάλασσας τη ράχη.

 

΄Ετσι μεσ’ στον αιώνα

βρήκα το παιδί να παίζει

γι’ αυτό και δεν χρειάστηκε

ποτέ να λογαριάσω

ανάμεσα στα μνήματα και το νερό

σε ποιον ανήκε η βασιλεία.

 

Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»


BOOGIEWOOGIE

 

ΩΡΑΙΕΣ του μάμπο

κι ωραίες του μπούγκι – γούγκι

τώρα σημαδεμένες από τον καιρό

χίλιες φορές ωραίες

χίλιες φορές ταξιδεμένες

με τους πελώριους κεκρύφαλους

και τους πανύψηλους κοθόρνους.

Πόσοι αιώνες φλυαρίας

στο ψιλικατζήδικο με τα φτηνά καλλυντικά

στο γύρο της μικρής πλατείας με τις ακακίες

στα σταυροδρόμια και στα κεφαλόσκαλα˙

ο ακονιστής, ο παλιατζής, η γύφτισσα

και ο σακατεμένος στρατιώτης.

Είδα το γράμμα που διπλώνατε στον κόρφο σας

σας έφερα το κοκοράκι για τον πονοκέφαλο

το Ζέφυρο και το Ρομάντζο

άκουσα τα χωνιά και τα συνθήματα

τους πυροβολισμούς μεσ’ στο σκοτάδι

γι’ αυτό ποτέ μη σταματάτε

λικνίστε ακόμη στο χορό σας το παιδί

που άλλαζε βελόνες στο γραμμόφωνο

ώ αρχαγγέλισσες νυχτερινές

ωραίες του μάμπο

κι ωραίες του μπούγκι – γούγκι ...

 

Ο ΚΑΛΛΙΣΤΟΣ ΚΟΣΜΟΣ

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»

 

 

ΔΡΟΜΩΝ ΚΑΛΟΣ

 

ΛΟΙΠΟΝ ο Δρόμων ήταν σκλάβος.

Το βρήκα ψάχνοντας αργότερα στο λεξικό

πως έτσι φώναζαν συχνά τους δούλους

κι αναστατώθηκα στις υποθέσεις˙

πώς βρέθηκε στη Θάσο

να ήταν Σκύθης, Ασιάτης ή Αφρικανός,

΄Ελληνας από κάποια κουρσεμένη κώμη

και δούλευε ολημερίς στα λατομεία

ή τον παζάρευε τ’ αφεντικό του στο λιμάνι

όταν ο σύντροφός του χάραζε

στο στυλοβάτη του ιερού ΔΡΟΜΩΝ ΚΑΛΟΣ.

 

Αχ Δρόμωνα με τα φτερά στα πόδια

τρέξε σ’ αυτό το ποίημα και ζωντάνεψέ το

οργάνωσε με τους συντρόφους σου μιαν ανταρσία

και λεηλατήστε, κάψτε

περάστε με φωτιά και σίδερο

τις κομψοέπειες και τα φτιασίδια μου

λευτερώστε μέσα μου τον ποιητή από το γραφιά

κι έπειτα πάρτε με μαζί σας στα λατομεία τ’ αληθινά

να μαθητέψω πλάι σας το μυστικό

της κάθε λέξης πώς να πελεκάω και να σπάω

όπως γυμνοί στον ήλιο σπάτε την πέτρα και το μάρμαρο.

 

Αχ Δρόμωνα με τα φτερά στα πόδια

δεν γράφτηκε μια Ιλιάδα

για τη δική σου την οργή.

 

«ΤΑ ΧΑΡΑΓΜΑΤΑ»